αύλακα


αύλακα
Προφορά

Ετυμολογία
αύλακα αρχαία ελληνική α=õλαξ, -ακος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αύλακα

(ιατρ.) κάθε σχισμή που χωρίζει τους λοβούς του εγκεφάλου
✦ (τεχν.) χαραγή εξαρτήματος που διευκολύνει τη λειτουργία του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.