αχαρακτήριστος


αχαρακτήριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αχαρακτήριστος μεταγενέστερη ελληνική ἀχαρακτήριστος

Ερμηνεία
αχαρακτήριστος

✦ κ. αχαραχτήριστος, -η, -ο επίθ. (Κ αχαρακτήριστος, -ος, -ον) ο χωρίς καθορισμένο και σαφή χαρακτήρα
✦ απερίγραπτος
✦ απρεπής, αξιοκατάκριτος: αχαρακτήριστη συμπεριφορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αχαρακτήριστα κ.αχαραχτήριστα (Κ αχαρακτηρίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.