αχαμνός
Προφορά
Ετυμολογία
αχαμνός μεσαιωνική ελληνική ἀχαμνός (με ἀ προθετ.)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αχαμνός -ή, -ό
✦ αδύνατος, ισχνός
✦ ασθενικός, καχεκτικός
✦ ουδ. πληθ. αχαμνά ως ουσ., τα ανδρικά γεννητικά όργανα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αχαμνά