αχάρακτος


αχάρακτος
Προφορά

Ετυμολογία
αχάρακτος μεταγενέστερη ελληνική ἀχάρακτος

Ερμηνεία
αχάρακτος

✦ -η, -ο κ. αχάραχτος κ. αχάραγος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) που δε χαράχτηκε ή δεν μπορεί να χαραχτεί: αχάρακτη επιφάνεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αχάρακτα κ.αχάραχτα κ.αχάραγα (Κ αχαράκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.