αχάλκωτος


αχάλκωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αχάλκωτος μεταγενέστερη ελληνική ἀχάλκωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αχάλκωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει επικαλυφθεί με χαλκό, ο μη επιχαλκωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.