αχάλαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αχάλαστος μεταγενέστερη ελληνική ἀχάλαστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αχάλαστος -η, -ο
✦ που δε χάλασε ή δεν τον χάλασαν
✦ (για χρήματα) που δεν ξοδεύτηκε: έχω κάτι λίγα αχάλαστα
✦ που δεν ανταλλάχθηκε με άλλα νομίσματα μικρότερης αξίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
χαλασμένος
Επιρρήματα
–