αχάιδευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αχάιδευτος ἀ στερητικό + χαϊδεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αχάιδευτος -η, -ο
✦ που δε γνώρισε το χάδι, τη θωπεία: μήπως και του χάροντα, καθώς θα σε κοιτάξει, του φανείς αχάιδευτο, και σε παραπετάξει (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
χαϊδεμένος, κανακεμένος
Επιρρήματα
–