αφώτιστος


αφώτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αφώτιστος μεταγενέστερη ελληνική ἀφώτιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφώτιστος -η, -ο

✦ που δε φωτίζεται: αφώτιστοι απ’ της τέχνης την αχτίδα (Λορ. Μαβίλης)
✦ απληροφόρητος

Συνώνυμα
αδιαφώτιστος, αβάφτιστος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αφώτιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.