αφωνόληκτος


αφωνόληκτος
Προφορά

Ετυμολογία
αφωνόληκτος άφωνος + λήγω

Ερμηνεία
αφωνόληκτος

✦ κ. αφωνόληχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) (γραμμ.) που καταλήγει σε άφωνο φθόγγο: αφωνόληκτο θέμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.