αφηνιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αφηνιάζω αρχαία ελληνική ἀφηνιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αφηνιάζω
✦ (για άλογα) πετώ τα χαλινάρια, δεν υπακούω στον ηνίοχο
✦ (μτφ. ) αποβάλλω κάθε χαλινό ευπρέπειας ή σωφροσύνης, παραφέρομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–