αφετηρία


αφετηρία
Προφορά

Ετυμολογία
αφετηρία μεταγενέστερη ελληνική ἀφετηρία, └θηλ┘ του επιθέτου ἀφετήριος (= κατάλληλος να αφήσει, να ρίξει κάτι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αφετηρία

✦ το σημείο εκκινήσεως: η αφετηρία των λεωφορείων – οι δρομείς πήραν θέσεις στην αφετηρία
(μτφ. ) η αρχή συλλογισμού, γεγονότος ή ενέργειας

Συνώνυμα

Αντίθετα
τέρμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.