αφανέρωτος


αφανέρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αφανέρωτος μεταγενέστερη ελληνική ἀφανέρωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφανέρωτος -η, -ο

✦ που δε φανερώθηκε μόνος του ή από άλλους

Συνώνυμα
κρυφός, κρυμμένος, μυστικός
Αντίθετα
φανερωμένος, φανερός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.