αφαλοκόβω
Προφορά
Ετυμολογία
αφαλοκόβω αφαλός + κόβω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αφαλοκόβω
✦ κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογέννητου
✦ προκαλώ πόνο στην κοιλιά και τη μέση ανθρώπου ή ζώου από υπερβολικό φόρτωμα
✦ προκαλώ σε κάποιον φόβο ή ανησυχία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–