αφακέλωτος


αφακέλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αφακέλωτος ἀ στερητικό + φακελώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αφακέλωτος -η, -ο

✦ που δεν μπήκε σε φάκελο ή που δεν ταξινομήθηκε σε φακέλους

Συνώνυμα

Αντίθετα
φακελωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.