αφαιμαξομετάγγιση
Προφορά
Ετυμολογία
αφαιμαξομετάγγιση αφαίμαξις + μετάγγισις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αφαιμαξομετάγγιση
✦ ταυτόχρονη αφαίμαξη και μετάγγιση υγιούς αίματος που επιτρέπει την πλήρη αντικατάσταση του αίματος πάσχοντος, από ορισμένες ασθένειες, οργανισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–