αφαίρεση
Προφορά
Ετυμολογία
αφαίρεση αρχαία ελληνική ἀφαίρεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αφαίρεση
✦ η λήψη, η απόσπαση μέρους από σύνολο
✦ κλοπή
✦ πράξη της αριθμητικής αντίθετη της πρόσθεσης
✦ η αφηρημάδα
✦ (στις εικαστικές τέχνες) η απομάκρυνση από την εξωτερική μορφή των αντικειμένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–