αφαίμαξη


αφαίμαξη
Προφορά

Ετυμολογία
αφαίμαξη μεταγενέστερη ελληνική ἀφαίμαξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αφαίμαξη

✦ η αφαίρεση αίματος για θεραπευτικό σκοπό
(μτφ. ) η έντεχνη απόσπαση χρημάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.