αφάνεια


αφάνεια
Προφορά

Ετυμολογία
αφάνεια αρχαία ελληνική ἀφάνεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αφάνεια

✦ η ιδιότητα, η κατάσταση του αφανούς
✦ απομάκρυνση από την ενεργό ζωή: από τον πάταγο προτίμησε την αφάνεια
✦ απώλεια της φήμης: ύστερα από τόση δόξα, έπεσε στην αφάνεια
✦ (νομ.) μακροχρόνια εξαφάνιση ανθρώπου που αγνοείται η τύχη του: κηρύχθηκε σε αφάνεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.