αφάνα
Προφορά
Ετυμολογία
αφάνα μεσαιωνική ελληνική φάνα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αφάνα
✦ διάφορα είδη αγκαθωτών θάμνων, που χρησιμεύουν για προσάναμμα
✦ φρ. μαλλιά σαν αφάνα, μαλλιά φουντωτά, σγουρά κι αχτένιστα: με τα μαλλιά σαν την αφάνα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–