αφάγωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αφάγωτος ἀ στερητικό + φαγώνομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αφάγωτος -η, -ο
✦ που δε φαγώθηκε
✦ ο ακατάλληλος για να φαγωθεί
✦ (μτφ. ) που δεν καταναλώθηκε, δεν ξοδεύτηκε: έχει την προίκα αφάγωτη
✦ που δεν έφαγε, νηστικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φαγωμένος, ξοδεμένος ,χορτάτος
Επιρρήματα
αφάγωτα