αυτοχθονισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοχθονισμός αυτόχθων• απόδ. στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου nativism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αυτοχθονισμός
✦ κίνημα που αναπτύσσεται σε μια κοινωνία για την εκ νέου καθιέρωση αυτόχθονων φυλετικών πολιτιστικών συνθηκών ως αντίδραση προς τις πιέσεις της πολιτιστικής διείσδυσης
✦ (πολιτ.) πολιτική που ευνοεί τους ντόπιους κατοίκους μιας χώρας εις βάρος των μεταναστών γενικά ή από ορισμένη χώρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–