αυτονομίστρια


αυτονομίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
αυτονομίστρια αυτόνομος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αυτονομίστρια

✦ θηλ. αυτονομίστρια ο αγωνιζόμενος για την αυτονομία χώρας, περιοχής κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.