αυτονομία


αυτονομία
Προφορά

Ετυμολογία
αυτονομία αρχαία ελληνική αὐτονομία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυτονομία

✦ η διακυβέρνηση χώρας, περιοχής, με δικούς της νόμους, χωρίς αλλότριες επιρροές ή επεμβάσεις: η αυτονομία του Αγίου Όρους
✦ (γεν.) ανεξαρτησία: η αυτονομία της τέχνης είναι αξίωμα (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.