αυτοματισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοματισμός αρχαία ελληνική αὐτοματισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αυτοματισμός
✦ η κίνηση ή λειτουργία χωρίς τη συμμετοχή της βούλησης ή εξωτερικών επεμβάσεων, με εσωτερικό μηχανισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–