αυτοκαταδίκη
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοκαταδίκη αυτός + καταδίκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοκαταδίκη
✦ η πρόκληση της καταδίκης κάποιου με λόγια ή πράξεις του ίδιου
✦ το να υποβάλλεται κάποιος σε στερήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–