αυτοκαλλιέργεια


αυτοκαλλιέργεια
Προφορά

Ετυμολογία
αυτοκαλλιέργεια αυτός + καλλιέργεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυτοκαλλιέργεια

✦ η καλλιέργεια κτήματος από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.