αυτοκέφαλος
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοκέφαλος μεσαιωνική ελληνική αὐτοκέφαλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυτοκέφαλος -η, -ο
✦ ο διοικητικά ανεξάρτητος: η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλη
✦ ουδ. το αυτοκέφαλο(ν) ως ουσ., το δικαίωμα της διοικητικής ανεξαρτησίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–