αυτοθυσία
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοθυσία αυτός + θυσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοθυσία
✦ εκούσια θυσία του εαυτού μας ή του συμφέροντός μας, προς όφελος άλλου: η αυτοθυσία τους δεν είχε όρια. Ο καθένας τους ήταν έτοιμος… να χαθεί, χωρίς να γογγύσει, για το σύνολο, για τον κοινό σκοπό (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
αυταπάρνηση, αλτρουϊσμός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–