αυλόγυρος


αυλόγυρος
Προφορά

Ετυμολογία
αυλόγυρος αυλή + γύρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αυλόγυρος

✦ ο τοίχος που περιβάλλει την αυλή
✦ περίβολος: στον αυλόγυρο της εκκλησιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.