αυλωτός


αυλωτός
Προφορά

Ετυμολογία
αυλωτός αρχαία ελληνική αὐλωτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αυλωτός -ή, -ό

✦ ο κατασκευασμένος σε σχήμα αυλού
✦ αυτός που έχει, που φέρει αυλούς: αυλωτοί ατμολέβητες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.