αυλικός


αυλικός
Προφορά

Ετυμολογία
αυλικός μεταγενέστερη ελληνική αὐλικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αυλικός -ή, -ό

✦ που ανήκει στη βασιλική αυλή
✦ αυλικός ως ουσ., ο άνθρωπος της βασιλικής αυλής: των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα
παλατιανός
Αντίθετα

Επιρρήματα
αυλικά (Κ αυλικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.