αυλακιά


αυλακιά
Προφορά

Ετυμολογία
αυλακιά αυλάκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυλακιά

✦ το σκάψιμο του εδάφους με το αλέτρι ή άλλο εργαλείο, για σπορά: τράβηξε τρεις αυλακιές
✦ αυλάκι
(μτφ. ) χαρακιά, ρυτίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.