αυλήτρια


αυλήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
αυλήτρια αρχαία ελληνική αὐλητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αυλήτρια

✦ θηλ. αυλήτρια κ. αυλητρίδα (Κ -τρίς, -ίδος) αυτός που παίζει αυλό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.