αυλή
Προφορά
Ετυμολογία
αυλή αρχαία ελληνική αὐλή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυλή
✦ αστέγαστος χώρος μπροστά ή πίσω ή γύρω από το σπίτι
✦ το προσωπικό που περιβάλλει το βασιλιά και γεν. κάθε ηγεμόνα
✦ ο βασιλικός οίκος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–