αυλάκωση


αυλάκωση
Προφορά

Ετυμολογία
αυλάκωση αυλακώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυλάκωση

✦ η διάνοιξη αυλακιών
✦ ράβδωση: κολόνες με αυλακώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.