αυλάκι


αυλάκι
Προφορά

Ετυμολογία
αυλάκι μεταγενέστερη ελληνική αὐλάκιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού α=õλαξ, χωρίς υποκοριστικό σημ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αυλάκι

✦ στενό και επίμηκες άνοιγμα στο έδαφος για σπορά
✦ ρυάκι: το λέει ο πετροκότσυφας, στο δροσερό τ’ αυλάκι (Κ. Κρυστάλλης)
✦ φρ. βάζω το νερό στ’ αυλάκι, τακτοποιώ τις υποθέσεις μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.