ατασθαλία


ατασθαλία
Προφορά

Ετυμολογία
ατασθαλία αρχαία ελληνική ἀτασθαλία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ατασθαλία

✦ ακαταστασία
✦ ηθική αταξία, υπέρβαση καθήκοντος: διοικητικές ατασθαλίες

Συνώνυμα
ατσαλιά, ατσαλοσύνη
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.