ατακτοποίητος
Προφορά
Ετυμολογία
ατακτοποίητος ἀ στερητικό + τακτοποιώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ατακτοποίητος -η, -ο
✦ ακατάστατος, ασυγύριστος: ατακτοποίητο σπίτι – ατακτοποίητα χαρτιά
✦ (για πρόσ.) που δεν έχει τακτοποιηθεί ακόμα σε κάποια θέση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
τακτοποιημένος
Επιρρήματα
ατακτοποίητα κ.αταχτοποίητα