ατάραχος


ατάραχος
Προφορά

Ετυμολογία
ατάραχος αρχαία ελληνική ἀτάραχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατάραχος -η, -ο

✦ που δεν ταράζεται, γαλήνιος, ήρεμος: ατάραχα νερά
✦ ψύχραιμος
✦ απαθής, ασυγκίνητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ατάραχα (Κ αταράχως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.