ατάκα
Προφορά
Ετυμολογία
ατάκα └ιταλ┘attacca
Ερμηνεία
ατάκα
✦ μουσικός όρος που σημαίνει ότι το επόμενο κομμάτι πρέπει να ακολουθήσει χωρίς διακοπή
✦ η ατάκα, θεατρικός όρος που σημαίνει την άμεση απόκριση στα διαλογικά μέρη του έργου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–