ασφυχτικός


ασφυχτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ασφυχτικός ασφυξία

Ερμηνεία
ασφυχτικός

✦ κ. ασφυχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) που προκαλεί ασφυξία: ασφυκτική ατμόσφαιρα

Συνώνυμα
αποπνικτικός, πνιγηρός
Αντίθετα

Επιρρήματα
ασφυκτικά κ.ασφυχτικά (Κ ασφυκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.