ασφυρηλάτητος
Προφορά
Ετυμολογία
ασφυρηλάτητος ἀ στερητικό + σφυρηλατώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασφυρηλάτητος -η, -ο
✦ για μέταλλο, που δεν σφυρηλατήθηκε, που δεν είναι κατεργασμένο με σφύρα
✦ (μτφ. ) που δεν έχει διαμορφωθεί με επίμονη άσκηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–