ασφράγιστος


ασφράγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασφράγιστος μεταγενέστερη ελληνική ἀσφράγιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασφράγιστος -η, -ο

✦ που δεν έχει σφραγίδα: ασφράγιστη επιστολή
✦ που δεν έχει σφράγισμα: ασφράγιστο δόντι

Συνώνυμα
αβούλωτος
Αντίθετα
σφραγισμένος, βουλωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.