ασφούγγιστος


ασφούγγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασφούγγιστος ἀ στερητικό + σφουγγίζω

Ερμηνεία
ασφούγγιστος

✦ κ. ασφούγγιχτος, -η, -ο επίθ. που δε σφουγγίστηκε, δε σκουπίστηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασφούγγιστα κ.ασφούγγιχτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.