ασφετέριστος


ασφετέριστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασφετέριστος ἀ στερητικό + σφετερίζομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασφετέριστος -η, -ο

✦ αυτός τον οποίο δεν σφετερίστηκαν, δεν οικειοποιήθηκαν παράνομα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασφετέριστα (Κ ασφετερίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.