ασφάλτωση


ασφάλτωση
Προφορά

Ετυμολογία
ασφάλτωση μεταγενέστερη ελληνική ἀσφάλτωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ασφάλτωση

✦ η επάλειψη με άσφαλτο, ασφαλτόστρωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.