αστός


αστός
Προφορά

Ετυμολογία
αστός αρχαία ελληνική ἀστός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αστός

✦ θηλ. αστή κάτοικος της πόλης
✦ που ανήκει στην αστική τάξη, που έχει συνήθειες αστικές
✦ υπέρμαχος του αστικού καθεστώτος, συντηρητικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
αγρότης, χωριάτης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.