αστόμωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αστόμωτος μεταγενέστερη ελληνική ἀστόμωτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αστόμωτος -η, -ο
✦ οξύς, κοφτερός: αστόμωτο μαχαίρι
✦ (για μέταλλο) που δεν το έβαψαν για να γίνει σκληρό
✦ (μτφ. ) ασυγκράτητος, ριψοκίνδυνος: αστόμωτη λεβεντιά
✦ (μτφ. ) αθυρόστομος: αστόμωτη γυναίκα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–