αστόλιστος


αστόλιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αστόλιστος μεσαιωνική ελληνική ἀστόλιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστόλιστος -η, -ο

✦ ο όχι στολισμένος: άφτιαχτο κι αστόλιστο του χάρου δε σε δίνω (Κ. Παλαμάς)
✦ αποίκιλτος, λιτός: αστόλιστο ύφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αστόλιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.