αστράγγιστος


αστράγγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αστράγγιστος ἀ στερητικό + στραγγίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστράγγιστος -η, -ο

✦ που δε στραγγίστηκε

Συνώνυμα
ασούρωτος
Αντίθετα
στραγγισμένος, στραγγιχτός, σουρωμένος
Επιρρήματα
αστράγγιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.